- σωτέ
- το άκλ. кул. соте;
μυαλά σωτέ — соте из мозгов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυαλά σωτέ — соте из мозгов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σωτέ — Ν (άκλ. επίθ.) (για έδεσμα) τηγανισμένος με λάδι ή βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saute < ρ. sauter «ξεροτηγανίζω, τηγανίζω ανακινώντας το περιεχόμενο τού τηγανιού, πηδώ» (< λατ. salto «χορεύω»)] … Dictionary of Greek
χρυσῶτε — χρῡσῶτε , χρυσόω make golden pres imperat act 2nd pl (doric aeolic) χρῡσῶτε , χρυσόω make golden pres subj act 2nd pl χρῡσῶτε , χρυσόω make golden pres ind act 2nd pl (doric aeolic) χρῡσῶτε , χρυσόω make golden imperf ind act 2nd pl (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)